λογογριφικός

λογογριφικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λογόγριφο
2. αινιγματικός, ακατανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. logogriphic < logo- (< λογο-*) + griphic (< γρῖφος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”